Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

Πήλιο: Μυθολογία και Ιστορία

     
Πήλιο, θέα προς νότον από την κορυφή Σχιτζουράβλι (1450 μ.)
         

Εισαγωγή
         Το Πήλιο είναι μια ξεχωριστή περίπτωση ανάμεσα στα ελληνικά βουνά. Παρ`ότι δεν είναι ιδιαίτερα ψηλό -η ψηλότερη κορυφή του, ο Πουριανός Σταυρός, έχει υψόμετρο 1624 μέτρα- λόγω της γεωγραφικής του θέσης πιάνει πολλά χιόνια το χειμώνα. Ως αποτέλεσμα, έχει πολλά νερά και άρα αυξημένες δυνατότητες για ανθρώπινη εγκατάσταση: είναι το πιο πυκνοκατοικημένο βουνό της Ελλάδας και ταυτόχρονα παραμένει κατάφυτο, όπως ήταν και στην αρχαιότητα -ο Ησίοδος το ονομάζει υλήεν (δασωμένο) και ο Όμηρος εινοσίφυλλον (με φύλλα που σείονται). Καθώς η χερσόνησος του Πηλίου βρέχεται ταυτοχρόνως από τον Παγασητικό κόλπο και το Αιγαίο, βουνό και θάλασσα βρίσκονται πάντοτε πολύ κοντά.  Δεν πρέπει να υπάρχουν πολλά άλλα χιονοδρομικά κέντρα όπως αυτό του Πηλίου, που ν` απέχουν μόνο 3 ώρες πορείας από την παραλία.
Πήλιο, παραλία Παπά Νερό στον Αη Γιάννη
      O συνδυασμός βουνού και θάλασσας, ιστορίας και μυθολογίας, φυσικής ομορφιάς και παραδοσιακής αρχιτεκτονικής -αρχοντικά, μοναστήρια, γεφύρια, βρύσες, καλντερίμια- μαζί με τις υποδομές για καλοκαιρινό και χειμερινό τουρισμό αλλά και την εγγύτητα με ένα σύγχρονο αστικό κέντρο (την πόλη του Βόλου), όλα αυτά είναι που κάνουν το Πήλιο μοναδικό. Αν βρισκόταν σε κάποια πιο οργανωμένη χώρα της Ευρώπης, θα είχε από καιρό καθιερωθεί διεθνώς ως κορυφαίος προορισμός εναλλακτικού τουρισμού. Ενδεικτικά, το πλήθος των πεζοπορικών διαδρομών του είναι τέτοιο, ώστε μπορεί κανείς να περπατά κάθε μέρα σε άλλη διαδρομή και μετά από τρεις μήνες να μην έχουν ακόμα εξαντληθεί τα περιθώρια. Παραθαλάσσιες ή ορεινές, ευθύγραμμες ή κυκλικές, μέσα σε πυκνά δάση οξιάς, καστανιάς και βελανιδιάς ή χαμηλότερα σε μεσογειακή βλάστηση, ελαιώνες και οπωρώνες, με διάρκεια από μία μέχρι έντεκα ώρες, το Πήλιο έχει διαδρομές για όλους και για όλα τα γούστα. Το μόνο που δεν έχει, είναι η αλπική ζώνη και τα μεγάλα υψόμετρα. Χιονοδρομία, αναρρίχηση, διάσχιση φαραγγιών, σπηλαιολογία, ιππασία, ποδηλασία βουνού, κανό-καγιάκ, καταδύσεις, ιστιοπλοΐα, βοτανολογία-μανιταρολογία, οι δυνατότητες για εναλλακτικό τουρισμό είναι πάρα πολλές.
Πήλιο, κατηφορίζοντας στο καλντερίμι Λαύκος-Μηλίνα

                                                                        Μυθολογία
        Τρεις κύριες μυθολογικές ιστορίες σχετίζονται με το Πήλιο: ο μύθος των Κενταύρων, του Ιάσονος με την Αργοναυτική εκστρατεία και των γάμων του Πηλέως με την Θέτιδα.
       Οι Κένταυροι ήταν μυθολογικά όντα που ζούσαν στο Πήλιο, μισοί άνθρωποι από τη μέση και πάνω και μισοί άλογα. Είχαν χαρακτήρα άγριο και πρωτόγονο, βίαιο, παρορμητικό και φιλήδονο. Ζούσαν σε σπηλιές και κυνηγούσαν άγρια ζώα οπλισμένοι με πέτρες και ξύλα. Η Κενταυρομαχία, αγαπημένο θέμα παραστάσεων στους αρχαιοελληνικούς ναούς, αναφέρεται στη συμπλοκή και εξολόθρευση των Κενταύρων, όταν στο γάμο του βασιλέως των Λαπιθών Πειρίθου με την Ιπποδάμεια, οι μεθυσμένοι Κένταυροι προσπάθησαν ν` αρπάξουν τη νύφη και τις άλλες γυναίκες για να τις βιάσουν. Στην ιστορία αυτή οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν συμβολικά την επικράτηση του ανθρώπινου πολιτισμού επάνω στα πρωτόγονα, ζωώδη ένστικτα.
Κενταυρομαχία (μετώπη του Παρθενώνα, Βρετανικό Μουσείο)
          Όμως, δεν ήταν όλοι οι Κένταυροι ίδιοι. Ο Κένταυρος Χείρων, γιος του Κρόνου και της νύμφης Φιλύρας, ήταν ειρηνικός, σοφός δάσκαλος και μύστης. Γνώριζε τα μυστικά της φύσης και των τεχνών, της ιατρικής και των βοτάνων, της μουσικής, αστρολογίας και της μαντικής. Στη σπηλιά όπου ζούσε στο Πήλιο έγινε παιδαγωγός-δάσκαλος πολλών ηρώων, ανάμεσά τους οι Ασκληπιός, Αχιλλέας, Ιάσων και Πηλέας.
Κένταυρος Χείρων

            Πατέρας του Ιάσονος ήταν ο Αίσων, βασιλεύς της Ιωλκού. Όταν ο αδελφός του ο Πελίας του άρπαξε τη βασιλεία, ο Αίσων εμπιστεύθηκε τον ανήλικο γιό του στον Κένταυρο Χείρωνα για να τον προστατέψει και να τον διδάξει. Μετά από χρόνια, ενήλικος πια, ο Ιάσων αποφάσισε να γυρίσει στην Ιωλκό για ν` αντιμετωπίσει τον σφετεριστή του θρόνου του πατέρα του. Στο δρόμο, περνώντας τον ορμητικό ποταμό Άναυρο, έχασε το ένα του σανδάλι. Ένας χρησμός προειδοποιούσε τον Πελία να φυλάγεται από τον ''μονοσάνδαλο''. Έτσι μόλις αντίκρισε τον Ιάσονα, δήλωσε ότι δεν είχε αντίρρηση να του παραδώσει το θρόνο, αρκεί να έφερνε πίσω το χρυσόμαλλο δέρας. Αυτό, δώρο του Φρίξου στον βασιλιά Αιήτη, βρισκόταν στο βασίλειο της Κολχίδος στον Εύξεινο Πόντο, όπου το φύλαγε ένας ακοίμητος δράκος στην ιερή βελανιδιά του Άρεως. Ο Ιάσων δέχτηκε την πρόκληση και ανέθεσε στο ναυπηγό Άργο την κατασκευή του πλοίου για το μεγάλο ταξίδι.
H νέα Αργώ στο λιμάνι του Βόλου
         Στο λιμάνι των Παγασών κοντά στην Ιωλκό, απ` όπου ξεκίνησε η Αργώ, μαζεύτηκαν όλοι οι ήρωες, η ''ντριμ τιμ'' της μυθικής εποχής. Μεταξύ άλλων: Ηρακλής, Θησέας, Ορφέας, Κάστωρ και Πολυδεύκης (οι Διόσκουροι), Πηλέας, Λαέρτης, Αμφιάραος, Μελέαγρος, Ζήτης και Κάλαϊς (φτερωτοί γιοι του Βορέα), Άργος, Φιλοκτήτης, Τελαμών...ο κατάλογος είναι μακρύς. Μόνη γυναίκα στους Αργοναύτες -και αυτή αμφίβολη- αναφέρεται η Αταλάντη.
      Aφού απάλλαξαν στη Θράκη τον μάντη Φινέα από τις Άρπυιες (θηλυκά τέρατα που του άρπαζαν την τροφή), ζήτησαν τη βοήθειά του για να περάσουν από τις τρομερές Συμπληγάδες πέτρες στα στενά του Βοσπόρου, που έκλειναν απότομα και τσάκιζαν ό,τι περνούσε ανάμεσά τους. Ο Φινέας τους συμβούλεψε να δοκιμάσουν αφήνοντας πρώτα ένα περιστέρι. Αν αυτό περνούσε, έπρεπε να κωπηλατήσουν με όλη τους τη δύναμη για να περάσουν κι αυτοί. Αν χανόταν, τότε κάθε προσπάθεια ήταν καταδικασμένη και έπρεπε να γυρίσουν πίσω. Το περιστέρι πέρασε, χάνοντας μόνο ένα φτερό από την ουρά του. Αμέσως μετά πέρασε κι η Αργώ με μια μικρή ζημιά στην πρύμνη, κι από τότε οι Συμπληγάδες έμειναν ακίνητες.
        Όταν οι Αργοναύτες έφθασαν στην Κολχίδα, ο Αιήτης ζήτησε από τον Ιάσονα να ζέψει τους ταύρους που του είχε δωρίσει ο Ήφαιστος, οι οποίοι είχαν χάλκινες οπλές και έβγαζαν φωτιά από τα ρουθούνια τους, για να οργώσει ένα χωράφι και να σπείρει δόντια του δράκου. Με τη βοήθεια της μάγισσας κόρης του Αιήτη, της Μήδειας, που τον ερωτεύτηκε και τον άλειψε με ένα μαγικό υγρό που τον έκανε άτρωτο για μια μέρα, ο Ιάσων έζεψε τους ταύρους και έσπειρε τα δόντια του δράκου. Η Μήδεια τον προειδοποίησε επίσης ότι απ` αυτά θα φύτρωναν οπλισμένοι πολεμιστές. Ρίχνοντας πέτρες ανάμεσά τους, τους έκανε ν` αλληλοσκοτωθούν. Με τα μάγια της Μήδειας κοίμισε το δράκο, πήρε το χρυσόμαλλο δέρας από την ιερή βελανιδιά, κατόρθωσε να ξεφύγει απ` τον Αιήτη και επέστρεψε μετά από πολλές ακόμα περιπέτειες στην Ιωλκό.
Ο Ιάσων παίρνει το χρυσόμαλλο δέρας
       Ο μύθος της Αργοναυτικής εκστρατείας αντανακλά τις δυσκολίες και τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι πρώτοι ριψοκίνδυνοι θαλασσοπόροι, που έφθαναν μέχρι τον Εύξεινο Πόντο με τα πλοία τους, δημιουργώντας πλούτο με το εμπόριο και την ανταλλαγή των αγαθών. Όμως ο μύθος ξανάζησε στη σύγχρονη εποχή: το 2004-2006 κατασκευάστηκε στο Βόλο μια πεντηκόντορος, αντίγραφο της Αργούς με εργαλεία και τεχνικές της αρχαιότητας, που ταξίδεψε το 2008 μέχρι τους Αγίους Σαράντα στην Αδριατική και την επομένη χρονιά έφθασε στην αρχαία Κολχίδα, στο Μπατούμι της σημερινής Γεωργίας.
Η νέα Αργώ  εν πλω
          O τελευταίος μύθος έχει να κάνει με τον Πηλέα, γιο του Αιακού και βασιλέα των Μυρμηδόνων, ο οποίος έδωσε και το όνομά του στο Πήλιο. Αυτός με την προτροπή του Διός παντρεύτηκε μια θαλάσσια θεότητα, τη Νηρηίδα Θέτιδα.  Ο Ζευς είχε τον χρησμό ότι ο γιος της Θέτιδος θα γινόταν δυνατότερος από τον πατέρα του και ήθελε οπωσδήποτε να την παντρέψει με θνητό, για να μην τυχόν απειληθεί η εξουσία του. Με τη συμβουλή λοιπόν του θεού Πρωτέως, ο Πηλεύς πήγε και την παραμόνεψε σε μια θαλασσοσπηλιά και, όταν αυτή ανύποπτη βγήκε από τη θάλασσα, την άρπαξε σφιχτά. Για να του ξεφύγει αυτή μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι, φωτιά, φίδι και στο τέλος σε σουπιά και του τίναξε το μελάνι της. Βλέποντας η Θέτις ότι με τίποτα δεν θα την άφηνε, τελικά του παραδόθηκε.
Ο Πηλέας αρπάζει τη Θέτιδα
         Οι γάμοι τους έγιναν στο Πήλιο, στη σπηλιά του Κενταύρου Χείρωνος. Όλοι οι θεοί ήταν καλεσμένοι, εκτός από την καβγατζού θεά Έριδα. Αυτή, χολωμένη, για να εκδικηθεί έριξε ανάμεσα στους καλεσμένους ένα χρυσό μήλο, που είχε την επιγραφή ''τη καλλίστη'' (''στην ομορφότερη''). Όπως ήταν αναμενόμενο, Ήρα, Αθηνά και Αφροδίτη άρχισαν να μαλώνουν για το ποια δικαιούται να το πάρει και ζήτησαν από τον Δία ν` αποφασίσει. Αυτός, φοβούμενος το θυμό των δυο χαμένων με την απόφαση που θα έπαιρνε, όρισε αντ`  αυτού κριτή στο διαγωνισμό θεϊκής ομορφιάς τον Πάρι, γιο του βασιλιά της Τροίας Πριάμου. Οι τρεις θεές, αφού λούστηκαν στην πηγή της Ίδης στην Κρήτη, εμφανίστηκαν στολισμένες μπροστά στο νεαρό πρίγκηπα και παρουσίασαν η καθεμία τα δώρα της: η Ήρα εξουσία και πλούτη, η Αθηνά αρετή και σοφία. Καλά και σπουδαία όλα αυτά χωρίς αμφιβολία, η Αφροδίτη όμως του προσέφερε τον έρωτα της Ωραίας Ελένης, συζύγου του Μενελάου, της ωραιότερης γυναίκας πάνω στη γη. Ο Πάρις φυσικά έδωσε το μήλο στην Αφροδίτη και η απόφαση αυτή έμελλε να προκαλέσει τον Τρωικό Πόλεμο.
H κρίσις του Πάριδος
        Γιος του Πηλέως και της Θέτιδος ήταν ο μέγιστος των ηρώων, ο Αχιλλεύς. Η μητέρα του, γνωρίζοντας από χρησμό ότι το παιδί της έμελλε να δοξαστεί πολύ μα και να πεθάνει πρόωρα, για να τον κάνει άτρωτο τον βούτηξε στα νερά της Στυγός (του ποταμού του Άδη) κρατώντας τον από τη φτέρνα. Σε άλλη παραλλαγή του μύθου, άλειψε τον Αχιλλέα με αμβροσία και μετά τον έβαλε στη φωτιά. Ο Πηλεύς βλέποντας τη σκηνή τρόμαξε νομίζοντας ότι ήθελε να σκοτώσει το παιδί, τη σταμάτησε και την έδιωξε. Έτσι, η πτέρνα παρέμεινε το μόνο τρωτό σημείο του Αχιλλέως, την ανατροφή του οποίου ανέλαβε στη συνέχεια ο Κένταυρος Χείρων.

Ιστορία
         Η ανθρώπινη παρουσία στις παρυφές του Πηλίου αρχίζει από την προϊστορική εποχή. Οι ακροπόλεις του Σέσκλου και του Διμηνίου κατοικούνται συνεχώς από τη νεολιθική περίοδο (5η χιλιετία π.Χ.) μέχρι τα μυκηναϊκά χρόνια, και μάλιστα ο μυκηναϊκός οικισμός του Διμηνίου ταυτίζεται με την αρχαία Ιωλκό. Μεταξύ άλλων, αρχαίοι οικισμοί της περιοχής ήταν οι: Παγασαί, Γλαφυραί, Ολιζών, Νήλεια, Κορόπη, Σπάλαυθρα, Ορμίνιον, Κασθαναία, Αμφαναί.


 Μυκηναϊκός θολωτός τάφος ''Λαμιόσπιτο'' στο Διμήνι
       Στο λόφο της Γορίτσας στο Βόλο υπάρχουν τα ερείπια ελληνιστικής πόλης του 4ου αιώνα π.Χ., που εγκαταλείφθηκε μέσα σε λίγες δεκαετίες αφ` ότου κτίστηκε και δεν ξέρουμε ούτε καν το όνομά της. Το 294 π.Χ. ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, βασιλεύς της Μακεδονίας, ιδρύει την Δημητριάδα στην περιοχή Πευκάκια απέναντι από το σημερινό Βόλο, από την οποία σήμερα σώζονται ερείπια του τείχους, του υδραγωγείου, του ανακτόρου και το αρχαίο θέατρο. Η πόλη άκμασε στην αρχαιότητα, όντας πρωτεύουσα του Μακεδονικού βασιλείου και αργότερα του Κοινού των Μαγνήτων, αλλά και έδρα επισκοπής από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Άρχισε να παρακμάζει τον 6ο αιώνα μ.Χ. και εγκαταλείφθηκε τελειωτικά κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο ή και νωρίτερα. 
Περπατώντας στα ερείπια του τείχους της Αρχαίας Δημητριάδος
          Στη βυζαντινή εποχή, για καλύτερη προστασία από τις επιδρομές βαρβάρων και πειρατών, οι  κάτοικοι της Δημητριάδος μεταφέρονται στο Κάστρο, ερείπια του οποίου σώζονται στο λόφο των Παλαιών Βόλου. Εκείνη την εποχή έχουμε επιδρομές και εγκατάσταση Σλάβων στο Πήλιο, όπως μαρτυρούν τα αρκετά σλαβικά τοπωνύμια (Γορίτσα, Ζαγορά κλπ.). Ο πυρήνας τριών σημαντικών χωριών, της Ζαγοράς, Μακρινίτσας και Πορταριάς, δημιουργείται τον 12ο αιώνα γύρω από τα μοναστήρια της Mεταμορφώσεως, της Οξείας Επισκέψεως και της Δρυανούβαινας αντίστοιχα. Κατά παρόμοιο τρόπο ξεπήδησαν και τα υπόλοιπα χωριά. Τέτοια ήταν η μοναστική άνθηση εκείνη την εποχή στο Πήλιο, που η Άννα Κομνηνή αναφέρει στην Αλεξιάδα την περιοχή ως ''όρος των Κελλίων'', δηλαδή των μοναστηριών, σαν ένα δεύτερο Άγιο Όρος.
Moνή Αγίου Λαυρεντίου, καθολικό (1378 μ.Χ.)
        Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας (15ος-19ος αιώνας) στο Κάστρο εγκαθίσταται τουρκική φρουρά από το 1423, οπότε οι χριστιανοί κάτοικοι εκδιώκονται και αναγκάζονται να μετακομίσουν ψηλότερα προς τον Άνω Βόλο. Το όνομα Γκόλος (Kuluz στα τούρκικα), μετέπειτα Βόλος, σλαβικής προελεύσεως μάλλον κι αυτό (από το golο=γυμνός ή, κατ` άλλη εκδοχή, από το παλαιοσλαβονικό golosh=έδρα διοικήσεως), εμφανίζεται για πρώτη φορά σε γραπτές πηγές στα τέλη του 13ου αιώνα. Οι Τούρκοι επικυρίαρχοι κατέλαβαν τα εύφορα αρόσιμα πεδινά, όπως αυτά των Λεχωνίων και της Αργαλαστής, αφήνοντας για τους χριστιανούς τα πιο δύσβατα ημιορεινά μέρη, που δεν τους ενδιέφεραν. Οι ελληνικές κοινότητες είχαν το προνόμιο να είναι ως επί το πλείστον αυτοδιοίκητες, πληρώνοντας έναν καθορισμένο χρηματικό φόρο.
Αρχοντικό στη Μακρινίτσα

          Τα χωριά του Πηλίου αναπτύσσονται και ακμάζουν μέσα στην Τουρκοκρατία, ιδιαίτερα τον 18ο και 19ο αιώνα. Τότε έρχονται από τα Ζαγοροχώρια και από το Ζουπάνι (σημερινό Πεντάλοφο Κοζάνης), συντροφιές από Ηπειρώτες τεχνίτες της πέτρας, οι οποίοι χτίζουν τις εκκλησίες, τα γεφύρια και τα αρχοντικά που θαυμάζουμε σήμερα.  Τα προϊόντα (κυρίως λάδι, ελιές, οπωρικά, κάστανα, μεταξωτά, ξυλεία) μεταφέρονταν με μουλάρια στη θάλασσα (κάθε χωριό είχε τις δικές του παραλίες-επίνεια). Εκεί φορτώνονταν σε πλοία (περίφημα ήταν τα Ζαγοριανά καράβια) και έφθαναν στα λιμάνια της Ευρώπης και της Ανατολής για να μεταπωληθούν. Με τη χορηγία πλουσίων εμπόρων-ευεργετών ιδρύονται ανώτερες σχολές, όπως το Ελληνομουσείον στη Ζαγορά, όπου σπούδασε και ο Ρήγας Βελεστινλής, και η Σχολή των Μηλεών, με δασκάλους τον Άνθιμο Γαζή, Γρηγόριο Κωνσταντά και Δανιήλ Φιλιππίδη.
Ελληνομουσείον Ζαγοράς 
           Το 1881 το Πήλιο μαζί με όλη τη Θεσσαλία ενσωματώνεται στο νεοελληνικό κράτος. Η σύγχρονη πόλη του Βόλου είχε ιδρυθεί μόλις σαράντα χρόνια πριν, όταν πλούσιοι έμποροι έφθασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη για να πάρουν από τον Σουλτάνο την άδεια (φιρμάνι) να χτίσουν σπίτια, μαγαζιά και εκκλησία έξω από το Κάστρο, αφού βέβαια κατέθεσαν και ένα σημαντικό ποσό στο προσωπικό ταμείο του Σουλτάνου, παρακάμπτοντας έτσι την αρνητική στάση του τοπικού αγά.  Καθώς αποτελεί τη φυσική πύλη εξόδου των προϊόντων της εύφορης θεσσαλικής πεδιάδας προς τη θάλασσα, η αστική ανάπτυξη του Βόλου μετά την απελευθέρωση και την κατασκευή λιμενικών και σιδηροδρομικών υποδομών, είναι ραγδαία.
Θέα του Βόλου από το λόφο της Γορίτσας
           Στα τέλη του 19ου αιώνα αποφασίζεται η κατασκευή στενής σιδηροδρομικής γραμμής πλάτους 60 εκατοστών (τύπου Decauville) από το Βόλο προς τα χωριά του Πηλίου, με προοπτική να φθάσει μέχρι τη Ζαγορά. Υπεύθυνος του έργου αναλαμβάνει ο Ιταλός μηχανικός Εβαρίστο Ντε Κίρικο, πατέρας του υπερρεαλιστή ζωγράφου Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο, ο οποίος γεννήθηκε στο Βόλο. Τελικά το τραίνο έφθασε μέχρι τις Μηλιές το 1903 και λειτούργησε κανονικά μέχρι το 1971, ενώ τα τελευταία χρόνια επαναλειτουργεί με επιτυχία ως τουριστικό αξιοθέατο. προσελκύοντας πάνω από 20000 επισκέπτες το 2018.
To τραινάκι του Πηλίου στη σιδερένια γέφυρα Ταξιάρχη, κοντά στις Μηλιές
        Η γερμανική Κατοχή και το αντάρτικο αφήνουν πληγές, εκτελεσμένους και καμμένα χωριά (Δράκεια, Μηλιές, Καραμπάσι, Άνω Κερασιά, Κανάλια). Με τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1955-57 η πόλη του Βόλου χάνει σχεδόν όλα τα νεοκλασικά της αστικά κτίρια, που δυστυχώς αντικαθίστανται από πολυκατοικίες. Είχε προηγηθεί, αμέσως μετά την απελευθέρωση, μια άλλη καταστροφή με την απερίσκεπτη κατεδάφιση των τειχών του Κάστρου και της παλιάς πόλης.  Με την ανάπτυξη των αυτοκινήτων μεταπολεμικά, πολλά καλντερίμια καταστρέφονται, γίνονται δρόμοι και καλύπτονται από άσφαλτο ή τσιμέντο. Τα χωριά του Πηλίου περνούν μια δύσκολη περίοδο και αυτά καθώς η αγροτική ζωή υποχωρεί, έως ότου έρθει αργότερα ο τουρισμός φέρνοντας νέες πηγές εισοδημάτων.
Βόλος, Μέγαρο Χατζηκυριαζή (γκρεμίστηκε με τους σεισμούς)
      Σήμερα, ο Βόλος είναι μια σύγχρονη και ζωντανή πόλη, έδρα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με ανθρώπινο μέγεθος και θετικές προοπτικές. Το Πήλιο επίσης φαίνεται να βρίσκει μιαν ισορροπία ανάμεσα στη γεωργική καλλιέργεια και τον τουρισμό. Αν προστατευθούν και αναδειχθούν τα δυνατά του σημεία, θα είναι δικαιολογημένος ο χαρακτηρισμός του ως ''παραδείσου'', με τις όποιες ατέλειες που μοιραία έχουν όλοι οι παράδεισοι επί της γης.    
Πήλιο, στο δάσος οξιάς πάνω από τη Μακρινίτσα (Γυφτόρεμα)

Επίλογος 
        Ως επίλογο, παραθέτω το ποίημα του Γεωργίου Δροσίνη ''Ύμνος του Βουνού'' από την συλλογή Γαλήνη (1902), το οποίο αναφέρεται στο Πήλιο:

Η Πλάση, η παντοδύναμη κι απόνετη μητέρα 
για σένα δεν εστάθηκε καθόλου ακριβοχέρα. 
Αν έδωσε σ’ άλλο βουνό ψήλος και περηφάνεια 
κι άλλο βουνό αν το σκέπασε με λόγγους και ρουμάνια 
κι άλλο βουνό αν το πύργωσε σε βράχους και κοτρώνια 
κι άλλο βουνό αν στεφάνωσεν ολοχρονίς με χιόνια, 
μάζεψε απ’ όλα τα βουνά τη μοιρασμένη χάρη, 
την έσμιξε και σ’ έπλασε, Βουνό - βουνών καμάρι !

Του ανθρώπου η πολυμήχανη και φωτισμένη γνώση 
ακόμα δεν κατόρθωσε και σένα να ημερώσει. 
Αδάμαστο, ανυπόταχτο στυλώνεις το κεφάλι 
κι έχεις κρυφές τις ομορφιές, παρθενικά τα κάλλη. 
Όταν ο πόνος μυστικά τα σπλάχνα σου σπαράζει, 
του πόνου αχνάδα η καταχνιά την όψη σου σκεπάζει.
Κι όταν παλεύεις με στοιχειά κι από θυμό ξανάφτεις, 
θεριεύεις, ανταριάζεσαι, σειέσαι, βροντάς, αστράφτεις 
πανώριο στη νεροποντή και στην ανεμοζάλη, 
πανώριο και στην ξαστεριά, που σε φωτίζει πάλι.

Κι όταν ατόφιο και βαρύ και παγωμένο χιόνι 
από τα πόδια ως την κορφή πέφτει και σε πλακώνει 
μαρμαρωμένο φαίνεσαι, καθώς στα παραμύθια 
μα έχεις κρυμμένη τη ζωή στα παγωμένα στήθια.
Κι άμα προβάλει ολόφεγγος ο ήλιος απ’ αγνάντια, 
το μάρμαρο σπα και γεννά σμαράγδια και διαμάντια: 
Σμαράγδια τα ρουμάνια σου, διαμάντια τα νερά σου, 
απλώνονται, σκορπίζονται, χύνονται ολόγυρά σου. 
Χαρίσματα αξετίμητα και δώρα ευλογημένα 
στα εικοσιτέσσερα χωριά, που κρέμονται από σένα.
Και δίνεις στις ζωές ζωή, φέρνεις στις χάρες χάρη, 
περήφανο και σπλαχνικό Βουνό - βουνών καμάρι.